-
1 ведомый
ведомый 1επ., βρ: -дом, -а, -о1. παλ. γνωστός, ξακουστός, περιβόητος•ведомый обманщик ξακουστός απατεώνας.
2. ως ουσ. с -а чьего εν γνώσει του•без -а εν αγνοία.
ведомый 21. παθ. μτχ. ενστ. του ρ. вести.2. επ. κ. ουσ. οδηγούμενος.3. (τεχ.) κινούμενος από άλλον•-ое колесо τροχός κινούμενος από άλλον ή ακόλουθος.
-
2 ведомый
1. мех. κινούμενοςακόλουθος2. (рад., ав.) οδηγούμενος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ведомый
-
3 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал